ενδοτοξίνες

ενδοτοξίνες
Δομικά συστατικά των βακτηριακών κυττάρων, που ελευθερώνονται μετά τον θάνατο και την αποδιοργάνωσή τους. Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να βρεθούν και σε διυλισμένα υγρά καλλιεργειών (διηθήματα). Στον οργανισμό, η απελευθέρωση των ε. γίνεται όταν τα βακτήρια υποστούν φαγοκύττωση ή λύση από τα συστατικά του συμπληρώματος, σε συνεργασία με τα αντισώματα. Γενικά, οι ε. παράγονται κυρίως από παθογόνους ή και μη παθογόνους μικροοργανισμούς. Ανεξάρτητα από τον μικροοργανισμό που παρήγαγε τις ε., τα συμπτώματα που παρουσιάζει το άτομο που έχει προσβληθεί είναι παραπλήσια: πυρετός, διάρροια, τοπική αιμορραγία, πτώση της πίεσης κ.ά. Η σοβαρότητα της κατάστασης εξαρτάται από το είδος του μικροοργανισμού, αλλά και από την ευαισθησία του συγκεκριμένου ατόμου στις τοξίνες, η οποία διαφέρει από άτομο σε άτομο. Ε. έχουν απομονωθεί από αρκετά βακτήρια και έχουν αναλυθεί χημικά. Σύμφωνα με την έρευνα, φαίνεται ότι αποτελούνται από σύμπλοκα μορίων πρωτεΐνης, λιπιδίων και πολυσακχαριτών, περίπου αντίστοιχων των αντιγόνων του βακτηριακού κυτταρικού τοιχώματος. Ο ανθρώπινος οργανισμός παράγει αντισώματα, τα οποία όμως συνδέονται με τα αντίγονα του βακτηριακού τοιχώματος, δίνοντας έτσι ένα βακτηριοστατικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, τα αντισώματα δεν αδρανοποιούν τελείως την τοξική δράση των ε. που ελευθερώνονται αμέσως από το κύτταρο. Οι ε. είναι αρκετά θερμοανθεκτικές, περισσότερο από τις εξωτοξίνες, αλλά δρουν σε συγκεντρώσεις πολύ μεγαλύτερες από τις εξωτοξίνες. Η δράση τους χαρακτηρίζεται από καταστροφή των τριχοειδών αγγείων του ατόμου που έχει προσβληθεί. Όπως αποδείχτηκε, η ευαισθησία του ασθενούς είναι αυξημένη, αν στο παρελθόν έχει εκτεθεί ξανά στην ίδια ε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοξίνες — Ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, πρωτεϊνικής φύσης, που όταν εισχωρήσουν στον οργανισμό, εξαιτίας της παθογόνας δύναμής τους, προκαλούν διάφορες νόσους. Από τις ζωικές τ. αναφέρουμε: την αραχνολυσίνη (που παράγεται από την αράχνη), τη… …   Dictionary of Greek

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

  • λιποπολυσακχαρίτης — Πολύπλοκο μακρομόριο, το οποίο αποτελείται από έναν πολυσακχαρίτη ομοιοπολικά ενωμένο με έναν λιπιδικό πυρήνα (λιπίδιο Α). Ο λ. αποτελεί συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος όλων των αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, όπου μία από τις κύριες… …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”